αμάνταλος

αμάνταλος
και αμάνδαλος -η, -ο [μάνταλος]
αυτός που δεν έχει μάνταλο, έμβολο ή μοχλό (πόρτα ή παράθυρο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”